Blogger Tricks

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Αιολική Γη


...Ξεμάκρυνα πολύ απ' το υποστατικό, πέρασα τον ελιώνα και μπήκα βαθιά μες στο βασίλειο των βαλανιδιών. Κουράστηκα. Κάθουμαι ανάσκελα κάτω από ένα δέντρο κι ακούω τα φύλλα που ψιθυρίζουν. Σε λίγο έρχεται από άλλο μονοπάτι κ' η Άρτεμη.

Κ' εσύ εδώ, Άρτεμη; Που γυρίζεις;
Η Άρτεμη κάθεται να ξεκουραστεί. Απλώνει τα πόδια της και κοιτάζει τον ουρανό. 
Ξέρεις τι είναι τσαλαπετεινός; λέει σε λίγο.
Όχι, δεν ξέρω τι είναι τσαλαπετεινός.
Βέβαια, εσύ που να ξέρεις! κάνει ειρωνικά. Εγώ όμως ξέρω!
Και μου λέει για ένα παράξενο ωραίο πουλί με θαυμάσιο λειρί, που στο κεφάλι και στο στήθος του έχει χρώματα καστανά και κίτρινα κ' οι φτερούγες του είναι μαύρες με κορδέλες άσπρες. Πετά χαμηλά, στις έρημες πέτρες, τρέχει τρελά, δεξιά ‐ ζερβά, πιάνει τα ζουζούνια και τα τινάζει ψηλά, ανοίγοντας ύστερα το ράμφος του να τα πάρει μέσα. Είναι πολύ όμορφο πουλί μα ποτέ δεν τραγουδά. Ό,τι είχε να πει στη γη, ό,τι είχε να κάμει στη ζωή του, το έδωσε με το χρώμα. Γι' αυτό ο Θεός του πήρε τη φωνή — επειδή θα ήταν άδικο για τ' άλλα τα πουλιά του δάσους να τα 'χει αυτό όλα, τη φωνή και τα χρώματα. 
Ποιος σου τα είπε αυτά, Άρτεμη; Που τα 'μαθες όλα αυτά για το παράξενο πουλί; 
Ο κυνηγός με τα κίτρινα άστρα μου τα 'πε. Αυτός ξέρει την ιστορία όλων των πουλιών του δάσους. 
Ακούγεται ποδοβολητό αλόγου. Ποιος είναι; Πεταγόμαστε κ' οι δυο μας όρθιοι να δούμε. 
Το μικρόσωμο άσπρο φαρί τρέχει αφρισμένο κάτω απ' τις φυλλωσιές που σκεπάζουν το μονοπάτι σαν πράσινο σύννεφο. Ο κυνηγός μόλις μας πάρει είδηση τραβά με δύναμη τα γκέμια. Είναι ψημένος απ' τον ήλιο, ψηλός, ίσαμε είκοσι χρονώ∙ στο κεφάλι του έχει τυλίξει μιαν άσπρη μαντίλα με κεντημένα κίτρινα άστρα. Τα φυσεκλίκια είναι σταυρωτά στα στήθια του. Παράξενα φωτίζει η ώρα τα μάτια του: παίζουν μέσα τους χρώματα του δάσους. 
Τι κάνετε εσείς εδώ; λέει κοιτάζοντάς μας. Τι κάνεις, «ζαρκάδι»; λέει στην Άρτεμη με οικειότητα. 
Ζαρκάδι; Α, λοιπόν είναι τόσο φίλοι με την Άρτεμη; Κ' εγώ δεν το ήξερα! Πώς γίνηκαν φίλοι; Αυτός δεν είναι δικός μας άνθρωπος, δουλεύει στο υποστατικό που βρίσκεται στη θάλασσα. Η Άρτεμη έχει λοιπόν πάρε δώσε μ' όλον τον κόσμο, μ' όλους τους ξένους κυνηγούς; 
Τι κάνεις, ζαρκάδι; 
Η Άρτεμη πηδά και πάει κοντά του. Τα μάτια της δεν έχουν μέσα κλαδιά, δεν έχουν φύλλα όπως των ανθρώπων του δάσους. Όμως έχουν δελφίνια και κύματα, επειδή η Άρτεμη είναι απ' το Αιγαίο. Μπλέκουν εκεί στο μικρό χώρο τα μάτια τους, τα πράσινα φύλλα και τα κύματα. 
Γύρισα πολύ σήμερα, λέει η Άρτεμη. Πήγα βαθιά μες στις βαλανιδιές. Δεν το κατάλαβα. 
Τι γύρευες; κάνει ξαφνιασμένος ο κυνηγός. Δε φοβάσαι; 
Να φοβηθώ τι; λέει η Άρτεμη με περηφάνεια. Γύρευα τσαλαπετεινούς. 
Γύρευες τσαλαπετεινούς; 
Ναι. Εσύ δε μου 'χες πει για τα πουλιά με τα χρωματιστά φτερά; Ήθελα πολύ να τα δω. 
Α, το ξέχασα που σου το είχα πει! Και βρήκες κανέναν; 
Όχι, δε βρήκα κανέναν. 
Εμ, εκεί που τους γυρεύεις που να τους βρεις! λέει περιπαιχτικά ο κυνηγός. Οι τσαλαπετεινοί δε βρίσκουνται στο δάσος, πετούν γύρω ‐ γύρω, στα βοσκοτόπια, όπου δεν έχει δέντρο. 
Δεν το 'ξερα, ψιθυρίζει η Άρτεμη και κοκκινίζει λίγο. Δε μου το 'χες πει. Αύριο θα πάω στα βοσκοτόπια... 
Χμ... Και πάλι δεν ξέρω αν θα βρεις! λέγει ο κυνηγός. 
Γιατί τώρα, λέει, οι τσαλαπετεινοί πέρασαν απ' τη χώρα μας και φύγαν. Θα ξαναπεράσουν πάλι με τις πρώτες βροχές. Και τότες πάλι θ' αρχίσουν να κάνουν τα παράξενα καμώματά τους, να τσιρίζουν και να κυνηγούν τα ζουζούνια μες στις κουφάλες, στα δέντρα και στους βράχους. 
Λοιπόν;.. λέει η Άρτεμη λυπημένη. Λες πως δε θα δω εγώ τσαλαπετεινούς; Πως πια δε μείνανε τσαλαπετεινοί, πως όλοι φύγανε; 
Λιγοστοί πάντα βρίσκουνται. Ποιος ξέρει γιατί δε φεύγουν με το κοπάδι τους, αποκρίνεται ο κυνηγός. Μα εσύ που να τους βρεις! Έγω έβγαλα σήμερα δυο. Μα δεν τους χτύπησα! 
Δεν τους χτύπησες; 
Όχι, δεν τους χτύπησα. Τους άφησα για να τους κυνηγήσει η μικρή η αφέντισσά μου που έρχεται απ' τα μακρινά μέρη, απ' τα νησιά του Ωκεανού. 
Ποια είναι αυτή η μικρή η αφέντισσά του που έρχεται απ' τα μακρινά μέρη; 
Η Άρτεμη ξαφνιασμένη τον ρωτά: 
Έρχεται καμιά αφέντισσά σου απ' τα νησιά του Ωκεανού; 
Ναι, έρχεται. 
Έρχεται εδώ στα μέρη μας; 
Ναι, εδώ, στα μέρη μας. 
Πώς τη λένε; 
Πώς την είπαν; Έχει ένα ξενικό όνομα. Ο κυνηγός δυσκολεύεται λίγο ίσαμε που να το θυμηθεί. 
Τη λένε... Τη λένε Ντόρις. 
Ντόρις...; Τι θα πει Ντόρις; Είναι χριστιανή; —Όχι, είναι Ιγγλέζα. 
Κ' έρχεται εδώ στα Κιμιντένια; Τι γυρεύει; 
Α! Δεν το ξέρεις; Παντρεύτηκε το γιο του αφεντικού μου που έχει το τσιφλίκι κοντά στη θάλασσα. Το γιο του Βηλαρά που σπούδαζε στα ξένα. 
Τη λένε Ντόρις κ' έρχεται εδώ; 
Ο κυνηγός πολύ διασκεδάζει μ' αυτό το επίμονο ερωτηματολόγιο. Χαμογελά. 
Τη λένε Ντόρις κ' έρχεται εδώ. 
Και θα κυνηγήσει τους τσαλαπετεινούς του τόπου μας; 
Έτσι λένε. Είναι καλό ντουφέκι. Θα κυνηγήσει τα ζαρκάδια στα Κιμιντένια. Θα κυνηγήσει και τους τσαλαπετεινούς. 
Κ' εσύ γι' αυτό δεν τους χτύπησες; 
Γι' αυτό δεν τους χτυπώ. Για να δει πως έχουμε και τσαλαπετεινούς. 
Αλαφρά τρέμει η φωνή, τρέμουν τα χείλια της Άρτεμης. 
Μήτε άλλο τίποτα κυνήγησες σήμερα;.. Γι' αυτό; .. 
Α, Οχι γι' αυτό! Σήμερα είχε πάει σε μεγάλο κυνήγι. Σήμερα είχε πάει για αγριογούρουνα. Σκότωσε τρία. Τ' άφησε ψηλά στο ρουμάνι. Θα τα κατεβάσουν οι Τούρκοι οι παραγιοί του υποστατικού τους. 
Και τώρα πρέπει να του δίνετε! λέει απότομα ο κυνηγός, σε τόνο προστατευτικό. Πρέπει να γυρίσετε πίσω, γιατί ο ήλιος χαμηλώνει. 
Θα γυρίσουμε. 
Άιντε, λοιπόν! Και μη γυρεύεις, ζαρκάδι, τσαλαπετεινούς! 
Το μικρόσωμο άσπρο φαρί χύνεται πάλι κάτω απ' το πράσινο σύννεφο και χάνεται. Για λίγο ακούγεται το ποδοβολητό του. Ύστερα κι αυτός ο ήχος χάνεται. Μένουν πάλι μονάχα οι ψίθυροι του δάσους. 
Δε ντρέπεσαι, Άρτεμη, να 'χεις φιλίες και να μιλάς με ξένους ανθρώπους; 
Άφησέ με! λέει η Άρτεμη απότομα. Γιατί να ντρέπουμαι; 
Αλήθεια, γιατί να ντρέπεται; Ήταν ένας παλαβός λόγος αυτός που είπα. 
Κ' ύστερα, αυτός είναι κυνηγός! προσθέτει η Άρτεμη. Είδες τι όμορφος που είναι! 
Πάλι, σε λίγο, ενώ τα μάτια της λάμπουν κοιτάζοντας ψηλά τα σύννεφα: 
Αυτός είναι κυνηγός! Εγώ τους αγαπώ τους κυνηγούς που σκοτώνουν τ' αγριογούρουνα στα Κιμιντένια. 
Τι λόγος είναι αυτός; Πόσος καιρός πέρασε, πόσα χρόνια πέρασαν από τότες που κλαίγαμε, κ' η Άρτεμη μαζί μας. από τότες πους παρακαλούσαμε για τα πεινασμένα τσακάλια του δάσους; Είναι ένα άθλιο πλάσμα η Άρτεμη αφού αγαπά τώρα τους κυνηγούς που σκοτώνουν τα πουλιά και τ' αγριογούρουνα. 
Πώς το μπόρεσες ν' αγαπάς τώρα τους κυνηγούς; 
Η Άρτεμη με κοιτάζει κατάματα: 
Το λες απ' το κακό σου! κάνει. Γιατί εσύ ποτέ δε θα γίνεις κυνηγός! Ποτέ δε θα μπορέσεις! 
Εγώ δεν μπορώ να γίνω κυνηγός; με πνίγει η αγανάχτηση. Δε θέλω! 
Όχι, δεν μπορείς! 
Μες στην τσέπη μου έχω τη λαστιχένια σφεντόνα μου. Την είχα κάμει στην πόλη επειδή είχαν και τ' άλλα παιδιά και σκότωναν σπουργίτια. Όμως εγώ ποτέ ίσαμε τότε δε δοκίμασα να σημαδέψω πάνω σε πουλί. Μονάχα στα φύλλα έριχνα. 
Τα δάχτυλά μου χώνουνται μέσα στην τσέπη που είναι η σφεντόνα. Χαϊδεύουν το λάστιχο. 
Η Άρτεμη έχει ακουμπήσει στη ρίζα ενός δέντρου και κοιτάζει, σα βυθισμένη, μπροστά της. 
Πέρα απ' τις βαλανιδιές, πέρα απ' τα Κιμιντένια, πέρα απ' τα βουνά του τόπου μας, πέρα απ' τους ανεμόμυλους πορεύεται η μεγάλη θάλασσα. Εκεί είναι η σκοτεινή χώρα που τη λένε Ωκεανός. Εκεί το πούσι κάθεται πάντα απάνω στο νερό, εκεί δεν υπάρχει χρυσός ήλιος, γαλάζια σύννεφα. Μονάχα το θολό πούσι. Και μέσα από κει, απ' νή χώρα της ομίχλης, βγαίνει σιγά ‐ σιγά, υγρή σαν τη βροχή, βγαίνει μέσα απ' το πούσι κι ολοένα έρχεται, ολοένα πλησιάζει: είναι το κορίτσι των μακρινών νησιών, το κορίτσι του Ωκεανού. Το λένε Ντόρις. Τι θα πει Ντόρις; Τα μαλλιά της είναι υγρά σα να ζήσανε όλη τη ζωή τους μέσα στη θάλασσα. Είναι σαν υδάτινα πλοκάμια. Και τα μάτια της; Λάμπουν τα μάτια της σαν τα μάτια των φωτεινών κοριτσιών του Αιγαίου; Έχουν μέσα τους δελφίνια και γαλάζια κύματα: 
Τα μάτια της Άρτεμης με τα δελφίνια και τα γαλάζια κύματα μένουν πολλή ώρα στηλωμένα, ακίνητα. Όταν, άξαφνα, αρχίζουν να παίζουν, χάνουν τη σιωπή τους. Η Άρτεμη σα να συνεφέρνει, ανασηκώνεται λίγο αλαφρά, για να μην κάμει θόρυβο. 
Τι είναι; 
Γυρίζω κ' εγώ τα μάτια μου προς τα εκεί που κοιτάζει η Άρτεμη: μια νυφίτσα είναι. Ένα μικρό ξανθό ζο που σέρνεται απάνω στον κορμό του δέντρου, λίγα μέτρα παρακεί. Σταματά λίγο, σαν κάτι να οσμίζεται στον αγέρα, κάτι να ψάχνει. Πάλι σαλεύει. Το ευλύγιστο σώμα του γράφει στον κορμό σιγανές κινήσεις, με διάκριση. 
Τα δάχτυλά μου αγγίζουν πάντα το λάστιχο της σφεντόνας που είναι κρυμμένο μες στην τσέπη. Το αγγίζουν πάντα. Πιο δυνατά. Η αφή είναι εύπλαστη δύναμη, ανάλαφρη. Μα απότομα γίνεται σκληρή. Κ' εκεί αντίκρυ το ξανθό σώμα του μικρού ζου στέκεται και περιμένει. 
Αργά, σιγανά, τραβώ έξω τη σφεντόνα μου. Χωρίς να σαλέψω παίρνω μια πέτρα από πλάι και τη βάζω στη σφεντόνα. Η Άρτεμη τότε μονάχα, ειδοποιημένη απ' τη σκιά της κίνησης, γυρίζει απάνω μου τα μάτια της. Στην κρίσιμη αυτή ώρα τα μάτια της είναι πλημμυρισμένα από περιφρόνηση, απ' τη βεβαιότητα της αδυναμίας μου: «Δεν το μπορείς! Ποτέ δε θα μπορέσεις! Ποτέ δε θα γίνεις κυνηγός!» 
Τραβώ τα λάστιχα και σημαδεύω τον ξανθό στόχο. Στην αρχή τα χέρια μου τρέμουν μα ύστερα γίνουνται σταθερά. Μαντεύω απάνω μου, πλάι μου, τα μάτια της Άρτεμης να παρακολουθούν πάντα με την ίδια περιφρόνηση. 
«Δεν το μπορείς. Ποτέ δε θα μπορέσεις». 
Όλος ο τόπος κάτω απ' τις φυλλωσιές έγινε μάτια, όλα τα κλαδιά κι όλα τα φύλλα. «Δεν το μπορείς...» 
Σε μια τελευταία προσπάθεια τραβώ τα λάστιχα της σφεντόνας μου. Η πέτρα φεύγει. Δεν περιμένω τίποτα. Κι όμως αυτή την ελάχιστη στιγμή πόσο όλα είναι καθαρά, πόσο όλα είναι όραση! Στο γαλάζιο αιθέρα παρακολουθώ τη σκληρή ύλη που φεύγει απ' τα χέρια μου και χύνεται σα σφαίρα. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά, να σπάσει. Ώσπου η ταραχή της τα σκεπάζει όλα και σφαλνώ τα μάτια. 
Αχ! 
Ακούω την Άρτεμη που βγάζει την οδυνηρή κραυγή, ακούω το θόρυβο που κάνει για να σηκωθεί και να χιμήξει. Τι έγινε; Πετιέμαι κ' εγώ και τρέχω προς το μέρος του δέντρου που τρέχει η Άρτεμη. Τι έγινε; 
Το μικρό ξανθό ζο, χτυπημένο στο κεφάλι απ' την πέτρα της σφεντόνας μου, σπαράζει στη γη. Λίγο αίμα τρέχει απ' την πληγή του — δίνει παράξενο τόνο στο στιλπνό του τρίχωμα. 
Δεν καταλαβαίνω στην αρχή, δεν μπορούσα να το φανταστώ και να το περιμένω. Όμως μόλις η κατάπληξη της στιγμής περάσει, αισθάνουμαι το κύμα να φουσκώνει, νιώθω την άγρια χαρά να φωνάξω: 
Είδες λοιπόν που είμαι κυνηγός;! Το σκότωσα! Το σκότωσα! 
Όταν, χιμά η Άρτεμη απάνω μου. Ποτέ δεν ήταν έτσι άγρια. Με τα νύχια της σκίζει το πρόσωπό μου, με χτυπά με τις γροθιές της, έξω απ' τον εαυτό της, κι ολοένα ολολύζει: 
Ελεεινέ! Ελεεινέ! 
Δεν καταλαβαίνω τίποτα, κοιτάζω να φυλαχτώ φωνάζοντας: 
Τι θέλεις; Να που είμαι κυνηγός! Να που σκότωσα τη νυφίτσα! 
Ελεεινέ! Ελεεινέ! 
Ολοένα ολολύζει: «Το φτωχό ζωάκι... Το φτωχό... Που στεκόταν και δεν ήξερε...». 
Ώσπου μαζεύω όλη τη δύναμή μου και τη σπρώχνω με βία να πέσει καταγής. Δεν κάνει καμιά προσπάθεια να σηκωθεί, μένει καθώς έπεσε. Το πρόσωπό της ακουμπά στη γη, πλάι στον τόπο που κείτεται η νυφίτσα, που πια τέλειωσε, δε σπαρταρά. Το αίμα τρέχει αργά απ' την ανοιχτή τρύπα και στάζει στο χώμα, στάλα ‐ στάλα. Στάλα ‐ στάλα τρέχουν και τα δάκρυα της Άρτεμης, ποτίζουν τη γη. 
Πέρασε κάμποση ώρα. Η Άρτεμη δε σαλεύει. Κ' εγώ κάθουμαι λίγο παραπέρα και κοιτάζω αλλού. Αργά η Άρτεμη απλώνει το χέρι της στο πεθαμένο ζο. Το χαϊδεύει αλαφρά, σα να φοβάται μην ξυπνήσει. Το κοιτάζει. Ύστερα με τα νύχια της αρχίζει να σκαλίζει τη γη. Είναι πρώτα ένα στρώμα σαπισμένα φύλλα που βαστούν τον τόπο υγρό. Η Άρτεμη βγάζει τα φύλλα, κ' ύστερα, όταν βρει το φρέσκο χώμα, αρχίζει να το σκάβει με τα νύχια της. Ώσπου γίνεται ένα κοίλωμα σε λίγο βάθος. Η Άρτεμη παίρνει με τα δυο χέρια της το ξανθό σώμα και το αποθέτει στον τάφο του. Ύστερα παίρνει νέα φύλλα, πράσινα, φύλλα από κυκλάμινα, και το σκεπάζει. Κ' ύστερα ρίχνει απάνω τους το υγρό χώμα. 
Ο ήλιος έχει βασιλέψει. Αρχίζει να σκοτεινιάζει. Αμίλητη η Άρτεμη σηκώνεται και παίρνει το μονοπάτι του γυρισμού. Ανοίγει το βήμα της και σε λίγο τρέχει. Οι σκιές πυκνώνουν γύρω μας σα να γυρεύουν να μας πάρουν μαζί τους. Τρέχω κ' εγώ πίσω απ' την Άρτεμη. 
Σα φτάξαμε στο υποστατικό ήταν πια νύχτα κι όλοι είχαν αρχίσει ν' ανησυχούν. Όταν η μητέρα μου είδε τα αίματα και τις γρατσουνιές στο πρόσωπό μου, τρομαγμένη με ρώτησε τι έπαθα. 
Της είπα πως σκαρφάλωσα σ' ένα βράχο να βρω αυγά στις φωλιές των πουλιών κι από κει γλίστρησα. Δεν είναι τίποτα... 

(Ο κυνηγός με τα κίτρινα άστρα)
Ηλίας Βενέζης