Blogger Tricks

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Με λένε Ελπίδα

Η μαμά σίγουρα έχει έναν μαγικό φούρνο μέσα στην καρδιά της. Ο φούρνος της μαμάς αντί για ψωμιά και κουλουράκια ξεφουρνίζει... ονόματα. 
Ονόματα ζεστά, χορταστικά, σιροπιαστά και μοσχοβολισμένα. Και να γιατί : με λένε Ελπίδα. Κι όλοι έτσι με φωνάζουν. Εκτός απ’ τη μαμά, που στο πι και φι μου αραδιάζει ένα σωρό ονόματα. Με λέει βέβαια και Ελπίδα μου. Αλλά και χαρά μου, μάτια μου, ηλιαχτίδα μου, γλυκιά μου, καρδούλα μου, ζωή μου, ζαχαροζυμωμένη μου και κανελογαρίφαλό μου! Και το ξεφούρνισμα των ονομάτων δεν έχει τελειωμό! Γι’ αυτό σάς λέω πως η μαμά σίγουρα έχει έναν μαγικό φούρνο μέσα στην καρδιά της!

Τα ονόματα που μοιάζουν με γλωσσοδέτη και σιδηρόδρομο, όταν ήμουν πιο μικρή, τα μοίραζα σε βαγονάκια. Να, έτσι : ζαχαρο-ζυμωμένη-μου και κανελο-γαρίφαλό-μου. Και η γλώσσα μου δεν κομποδένονταν όταν έλεγα έτσι τη γάτα μου τη Ναζού.
Μου αρέσουν πολύ τα ονόματα που μου δίνει η μαμά! Μα πιο πολύ τρελαίνομαι με κείνο το «μου» που βάζει στο τέλος τους. Πιστεύω πως είναι μαγικό! Και πολύ μάλιστα! Γιατί πότε μοιάζει με μικρή μπαλίτσα ζαχαρωτό ζυμαράκι. Πότε με μια σταλίτσα μέλι. Πότε με γλυκό φιλί. Πότε με χρυσή κλωστίτσα. Μ’ ό,τι κι αν μοιάζει πάντως, είναι στ’ αλήθεια μαγικό, γιατί με δένει μαζί της. Τι καλά να ήταν όλοι σαν τη μαμά! Μα δεν είναι!...
Να! Για παράδειγμα ο φίλος μου ο Αντώνης. Κανονικά, κι αυτό μεταξύ μας, ο Αντώνης έπρεπε να ονομάζεται Τρωγουλίτσας ή Μπαλονίτσας. Γιατί τρώει συνέχεια! Και γιατί όλα πάνω του είναι στρογγυλά σαν φουσκωμένο μπαλόνι! Τα μάγουλά του, που είναι πάντα μπουκωμένα με λιχουδιές. Η κοιλιά του, που δεν προλαβαίνει να χωνέψει όλα όσα καταπίνει. Το στόμα του, που το ανοίγει διάπλατα με τις αιώνιες απορίες του. Τα μάτια του, που τα γουρλώνει όταν θυμώνει. Το κεφάλι του, που το τραμπαλίζει πέρα-δώθε όταν περπατά. Ακόμα κι οι μίξες του, που τρέχουν συνέχεια όλο το χειμώνα και τις ρουφά με θόρυβο, είναι στρογγυλές σαν μακαρονάκι κοφτό!... 
Ο Αντώνης έρχεται πότε πότε σπίτι μας και μου κρατά συντροφιά. Εμένα μ’ αρέσει να κουβεντιάζω μαζί του. Ή να παίζουμε φιδάκι και γκρινιάρη, σκάκι και μονόπολη. Εκείνος βαριέται τα καθιστικά παιχνίδια. Προτιμά το τρέξιμο και το κρυφτό. Ξαφνικά, εκεί που παίζουμε όμορφα και καλά, σηκώνεται. Φωνάζει «Ελπίδααα, πιάσε με αν μπορείς!» και «Ελπίδααα, τρέξε να με βρεις!»... τρέχει και εξαφανίζεται. Νομίζει πως μου είναι εύκολο να τον κυνηγώ ή να ψάχνω να τον βρω καθισμένη στην καρέκλα μου... Πολλές φορές δεν το κουνάω ρούπι από τη θέση μου. Τον αφήνω να περιμένει! Πού θα πάει... Θα βαρεθεί και θα βγει από την κρυψώνα του, σκέφτομαι. 
Κι έτσι γίνεται. Εμφανίζεται ο Αντώνης, μα είναι πολύ θυμωμένος. Γίνεται ανυπόφορος και μου κάνει τη ζωή πατίνι. Φωνάζει, χτυπιέται, χοροπηδά σαν ολοκόκκινο μπαλόνι γύρω απ’ την καρέκλα μου. Τέλος, μου βγάζει τη γλώσσα του, τραγουδά με την τσιριχτή του φωνή, 
Ε-λπί-δα, Ε-λπί-δα 
κου-τσή κα-τσα-ρί-δα 
πά-ρε φό-ρα και πή-δαααα!
και το βάζει στα πόδια...
Φεύγει ο Αντώνης κι εγώ είμαι τόσο θυμωμένη, που θέλω να τον πιάσω στα χέρια μου και να τον σκοτώσω. 
Μα δεν μπορώ να τρέξω ξοπίσω του. Δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, ούτε σαν κουτσή κατσαρίδα. Μόνο κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι πως ο Αντώνης είναι ένα μεγάλο, καλοφουσκωμένο μπαλόνι. Τον πιάνω και με μια μυτερή καρφίτσα τον τρυπώ και τον κάνω χίλια δυο κομμάτια! Ύστερα βάζω τα κλάματα. Κλαίω για μένα που δεν περπατώ. Κλαίω και για τον Αντώνη. Που γίνεται ανυπόφορος και κακός και μ’ αναγκάζει να τον κομματιάζω με τη μυτερή μου καρφίτσα. Η μαμά, αν τύχει να είναι στο σπίτι, ακούει τα κλάματά μου και τρέχει κοντά μου. Με παίρνει στην αγκαλιά της. Με γεμίζει φιλιά και χάδια. Και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μου διώξει το θυμό και τον πόνο μου.
– Είμαι πολύ δυστυχισμένη! της φωνάζω μέσα στ’ αναφιλητά μου.
– Ησύχασε, μάτια μου! Ησύχασε, γλυκιά μου! Υπάρχουν και χειρότερα! λέει και ξαναλέει η μαμά. 
Μακάρι να μπορούσα να την πιστέψω. Μα νιώθω πως κανείς δεν είναι πιο δυστυχισμένος από μένα, σ’ ολόκληρο τον κόσμο! Όχι! Δεν υπάρχουν χειρότερα! Τα πουλιά έχουν φτερά και πετούν. Τα ψάρια, πτερύγια και κολυμπούν. Ο Αντώνης και τα άλλα παιδιά που ξέρω, έχουν πόδια και περπατούν, τρέχουν, χοροπηδούν. Μόνο εγώ είμαι αλλιώτικη. Όχι πως δεν έχω πόδια. Έχω κι εγώ δύο πόδια σαν όλα τα παιδιά! Είναι όμορφα και καλοκαμωμένα, λέει η μαμά. Και τι μ’ αυτό; Ψηλώνουν, μεγαλώνουν μαζί με μένα... Μα δεν καταλαβαίνω γιατί τα έχω! Μου είναι εντελώς άχρηστα. Με κάνουν δυστυχισμένη. Αφού δεν περπατούν. Δεν περπάτησαν ποτέ! Κι απ’ ό,τι φαίνεται ούτε πρόκειται να περπατήσουν! Γι’ αυτό πιστεύω πως ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ!!!...

Ευδοκία Σκορδαλά-Κακατσάκη