Blogger Tricks

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Ο πειρατής Περπερούα και οι δεκαπέντε γόνδολες

Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα ο ξακουστός πειρατής Περπερούα Πόντε Πούντα Ντε Τόρμες ο Άτρωτος έφτασε στην πόλη της Βενετίας.

Ήταν Απόκριες και ο Περπερούα, που λάτρευε τις Απόκριες από τότε που ήταν παιδί, αποφάσισε να μεταμφιεστεί σε φτωχό Αρλεκίνο. 
Φόρεσε ρούχα φτιαγμένα από πολύχρωμα κομμάτια ύφασμα και μια μάσκα που έκρυβε το μισό του πρόσωπο. 
Στόλισε το πειρατικό του καράβι με σερπαντίνες και έκρυψε την πειρατική σημαία στο αμπάρι. 
- Λοιπόν, σήμερα θα διασκεδάσω! 
Σήμερα δε θα είμαι ο ξακουστός πειρατής, σήμερα θα είμαι ο Αρλεκίνος και θα φέρομαι σαν Αρλεκίνος. 
Κατέβηκε, λοιπόν, στην πόλη της Βενετίας, περπάτησε στα στενά δρομάκια της, θαύμασε τα παλάτια, τις πλατείες και τα κανάλια της και, όταν βαρέθηκε να τριγυρνάει μόνος, πλησίασε, σφυρίζοντας ανέμελα, ένα γονδολιέρη. 
- Καλημέρα, κύριε, μπορώ να μπω στη γόνδολά σας; 
- Πού θέλεις να σε πάω Αρλεκίνε; 
- Μια βόλτα στο μεγάλο κανάλι. 
- Πενήντα χρυσά δουκάτα. 
- Δεν έχω τόσα χρήματα, κύριε. 
Μπορώ απλώς να καθίσω μέσα στη γόνδολα να ξεκουραστώ; 
- Τριάντα χρυσά δουκάτα. 
- Αποκλείεται! Είμαι πάμφτωχος. Δε βλέπετε, κύριε; Ένας φτωχός Αρλεκίνος είμαι! 
Ο γονδολιέρης τον κοίταξε και έσμιξε θυμωμένος τα φρύδια του. 
- Ένας παλιομασκαράς είσαι! Αν δεν έχεις πενήντα χρυσά δουκάτα, δε σε πάω πουθενά. Και αν δεν έχεις τριάντα χρυσά δουκάτα, δε σ' αφήνω να κάτσεις στη γόνδολά μου!

Αλεξάνδρα Μπίζη